μύρσινα — μύρσινος of myrtle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρσίνας — μυρσίνᾱς , μυρσίνη myrtle fem acc pl μυρσίνᾱς , μυρσίνη myrtle fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρσινάτου — μυρσινά̱του , μυρσινᾶτον flavoured with myrtle juice neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Grevena — Gemeinde Grevena Δήμος Γρεβενών (Γρεβενά) … Deutsch Wikipedia
мурсинъ — МУРСИН|Ъ (2*), А μυρσίνα. Мирт: въ сѹ(б)тѹ ст҃го лазо(р). даѥть(с) ѹдѣваниѥ ѿ кѹтьника. и кѹпѧ(т) ваиѥ по числѹ мни(х) тако (ж) мурсины. по се(м) къждо ваи˫а съ мурсинъмъ съло(ж) и свѣщю съ ними съвѧзавъ. и всѣмъ тако ѹготовльшемъ и въ кошь… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μυρσίνη — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 330 μ., κάτ. 193 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σητείας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 370 μ., 53 κάτ.) της Τήνου. Υπάγεται διοικητικά στον … Dictionary of Greek
μυρσίναι — μυρσίνη myrtle fem nom/voc pl μυρσίνᾱͅ , μυρσίνη myrtle fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)